- απόμαγμα
- ἀπόμαγμα, το (Α) [απομάσσω]1. αυτό με το οποίο σφουγγίζεται κάποιος2. απόρριμμα, ακαθαρσία3. αποτύπωμα σφραγίδας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀπόμαγμα — anything used for wiping neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομάγμασι — ἀπόμαγμα anything used for wiping neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομάγμασιν — ἀπόμαγμα anything used for wiping neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομάγματα — ἀπόμαγμα anything used for wiping neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιθείωμα — τὸ, Α [περιθειώ] το απόμαγμα, ό,τι πετιέται μετά τον καθαρμό … Dictionary of Greek
στλέγγισμα — και στέλγισμα, ίσματος, τὸ, Α [στλεγγίζω] ο ρύπος που αποξέεται με τη βοήθεια τής στλεγγίδας, το απόμαγμα* … Dictionary of Greek
κἀπομαγμάτων — ἀπομαγμάτων , ἀπόμαγμα anything used for wiping neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)